ἀγκαλίς

  • 11αγκαλιδοπώλης — ἀγκαλιδοπώλης, ο (Μ) αυτός που πουλάει αγκαλίδες, δεμάτια με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίς + πώλης < πωλῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 12κωλή — κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) [κώλον] 1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέρι («οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.) 2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία 3. το ανδρικό μόριο 4. (κατά τον Ησύχ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 13ԱՆԹԱՆՈՑԻԿ — ( ) NBH 1 0150 Chronological Sequence: Early classical գ. ἁγκαλίς manipulus, fasciculus ulnis gestatus Խուրձ ցորենոյ, զոր ժողովեալ աղքատաց՝ կրեն ընդ անթով. ցորենի կապոց՝ խօլթուխը զարկած. *Զանթանոցիկ սրբոյն յափշտակեցին. Յոբ. ՟Ի՟Դ. 19 …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)