ἀγκάλισμα
1αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα …
2ἀγκάλισμα — that which is embraced neut nom/voc/acc sg …
3ἀγκαλίσμασιν — ἀγκάλισμα that which is embraced neut dat pl …