ἀγερωχία
1ἀγερωχία — ἀγερωχίᾱ , ἀγερωχία arrogance fem nom/voc/acc dual ἀγερωχίᾱ , ἀγερωχία arrogance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀγερωχίᾳ — ἀγερωχίᾱͅ , ἀγερωχία arrogance fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αγερωχία — η (Α ἀγερωχία) [ἀγέρωχος] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία αρχ. 1. επιδεικτικότητα, επίδειξη 2. γλέντι, ξεφάντωμα …
4αγερωχία — η περηφάνια, ακαταδεξιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀγερωχίας — ἀγερωχίᾱς , ἀγερωχία arrogance fem acc pl ἀγερωχίᾱς , ἀγερωχία arrogance fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀγερωχίαν — ἀγερωχίᾱν , ἀγερωχία arrogance fem acc sg (attic doric aeolic) …
7ἀγερωχίαις — ἀγερωχία arrogance fem dat pl …
8αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… …
9ՄԵԾԱՄԵԾԱՐ — ( ) NBH 2 0238 Chronological Sequence: Early classical ա. Մեծապէս մեծարելի կամ մեծարեալ. պատուական. մեծապատիւ. պատուաւոր. մեծամեծ. մեծ. գերապանծ. *Մի՛ ոք ամենեւին անմասն լիցի ʼի մեծամեծար (կամ մեծամեծ, կամ մեծ) ուրախութենէս մերմէ. Իմ. ՟Բ. 9. յն.… …