ἀγελοκομική

  • 1αγελοκομικός — ἀγελοκομικός ή, όν (Α) [ἀγελοκόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ἀγελοκόμο* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει, να φυλάει κανείς αγέλη …

    Dictionary of Greek