ἀγγέλου

  • 1Αγγέλου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Ύδρα. Πήρε μέρος σε ναυτικές επιχειρήσεις ως πυροβολητής στο πλοίο Τηλέμαχος και ως πυρπολητής στο πλοίο Μέδουσα, στο πλοίο Λεωνίδας κ.ά. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από το Χαλάνδρι.… …

    Dictionary of Greek

  • 2Ἀγγέλου — Ἄγγελος masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἀγγέλου — ἄγγελος messenger masc/fem gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Αγγέλου αγίου, φρούριο — (Castello San Angelo).Μεταγενέστερη ονομασία του μαυσωλείου του Αδριανού. Το μαυσωλείο ανεγέρθηκε στη Ρώμη από τον αυτοκράτορα και αποπερατώθηκε το 139 μ.Χ. από τον Αντωνίνο τον Ευσεβή. Βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Τίβερη και χρησιμοποιήθηκε ως… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 6Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 7Πετραλείφας — Επώνυμο περίφημης οικογένειας του Βυζαντίου, που έδρασε από τον 11o μέχρι τον 13o αι. Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας… …

    Dictionary of Greek

  • 8Ángelos Sikelianós — (en grec moderne : Άγγελος Σικελιανός ; Leucade 1884 Athènes 1951) était un des plus importants poètes grecs. Angelos Sikelianós Sommaire …

    Wikipédia en Français

  • 9Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …

    Dictionary of Greek

  • 10αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …

    Dictionary of Greek