ἀγγέλου

  • 61απουσιάζω — (Α ἀπουσιάζω) 1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω 2. ελλείπω, δεν υπάρχω αρχ. δαπανώ μέρος της περιουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου… …

    Dictionary of Greek

  • 62αργομισθία — η 1. μισθοδοσία χωρίς να προσφέρεται υπηρεσία 2. ο μισθός τον οποίο παίρνει ο αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργόμισθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 63αριθμητήρας — και ήρ, ο συσκευή που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση αριθμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. compteur (mecanique) numeroteur. Ο ελληνικός όρος αριθμητήρ μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου… …

    Dictionary of Greek

  • 64αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …

    Dictionary of Greek

  • 65ατροφικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ατροφία 2. αυτός που πάσχει από ατροφία, ισχνός, καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου ως απόδοση του γαλλ. atrophie] …

    Dictionary of Greek

  • 66αυλακωτός — ή, ό αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει αυλακιές ή ραβδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 67αυλαρχείο — το το γραφείο και η κατοικία του αυλάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 68αφερέγγυος — α, ο μη φερέγγυος, αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερέγγυος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 69βαθμιαίος — α, ο αυτός που γίνεται σταδιακά, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου ως απόδοση του γαλλ. graduel] …

    Dictionary of Greek

  • 70βαμβακοκάρυο — το το καρύδι του μπαμπακιού, το οποίο περιέχει τις ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κάρυο. Ηλ., στον λόγιο τ. βαμβακοκάρυον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek