ἀγγέλου

  • 41έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …

    Dictionary of Greek

  • 42αγγελοθεσία — ἀγγελοθεσία, η (AM) (στη θεολογία) η μετάθεση ή κατάταξη σε θέση αγγέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος + θέσις] …

    Dictionary of Greek

  • 43αγγελοστορίζω — 1. επαινώ κάποιον υπερβολικά αποδίδοντάς του αρετές και χάρες αγγέλου, τόν περιγράφω σαν άγγελο 2. (η μτχ. ως επίθ.) αγγελοστορισμένος, η, ο ο ιστορισμένος, ζωγραφισμένος σαν άγγελος, ωραίος και καλός, αγγελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ιστορίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 44αγγελωνυμία — ἀγγελωνυμία, η (Μ) 1. το να έχει κανείς όνομα αγγέλου 2. το να έχει κανείς παρωνύμιο από τους αυτοκράτορες τού Βυζαντίου Αγγέλους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος + ὄνομα] …

    Dictionary of Greek

  • 45αγγελότητα — η (Μ ἀγγελότης) [ἄγγελος] η φύση τού αγγέλου …

    Dictionary of Greek

  • 46αγγελόψυχος — η, ο αυτός που έχει ψυχή αγγέλου, καλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ψυχή] …

    Dictionary of Greek

  • 47ανεπικύρωτος — η, ο μη επικυρωμένος, εκείνος που δεν έχει αναγνωριστεί ως έγκυρος από την αρμόδια αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επικυρώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 48ανορθογραφία — η 1. ορθογραφικό σφάλμα 2. η ιδιότητα ή το ελάττωμα του ανορθόγραφου 3. μτφ. δυσαρμονία, παρατυπία, ασχήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. ανορθόγραφος. Η λ. στον πληθ. ανορθογραφίαι, αι μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 49αντιδραματικός — ή, ό 1. ο μη δραματικός 2. αυτός που δεν του αρέσουν οι δραματικές εκδηλώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δραματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 50αντινομικός — η, ό (Α ἀντινομικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται στη σύγκρουση δύο νόμων ή στην ασάφεια των διατάξεων ενός νόμου νεοελλ. λέγεται για προτάσεις, καταστάσεις κ.λπ. που είναι αντιφατικές, αλληλοσυγκρουόμενες, αλληλοαναιρούμενες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ.… …

    Dictionary of Greek