ἀγγέλου
121καθετηριάζω — κάνω καθετηρίαση, βάζω καθετήρα σε φυσικό σωλήνα ή σε κοιλότητα τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς ή για εξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …
122καθετηριασμός — ο καθετηρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …
123καθησύχαση — η 1. κατευνασμός, καταπράυνση 2. ψυχική αταραξία, γαλήνευση, απαλλαγή από δυσάρεστα και ανησυχητικά συναισθήματα, ανακούφιση, ξαλάφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησυχάζω. Η λ., στον λόγιο τ. καθησύχασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν …
124κακογραφία — η το να γράφει κάποιος δυσανάγνωστα γράμματα, η δυσανάγνωστη γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …
125κακοδιάθετος — η, ο αυτός που κατέχεται από κακοδιαθεσία, που έχει κακή διάθεση, ο αδιάθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + διάθετος (< διαθέτω), πρβλ. δυσκολο διάθετος, καλο διάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …
126κακοδιαθετώ — έω είμαι κακοδιάθετος, κατέχομαι από κακοδιαθεσία, αδιαθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …
127καλλιτέρευση — η η καλυτέρευση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιτερεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καλλιτέρευσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …
128καμπυλόμετρο — το τοπογραφικό όργανο με το οποίο μετρούνται τα μήκη τών καμπύλων γραμμών πάνω στους χάρτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + μετρο (< μέτρο), πρβλ. ταχύ μετρο, υπο δεκά μετρο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, με αντιδάνειο το β συνθετικό της,… …