ἀγγέλου

  • 111ζωολάτρης — ο, θηλ. ζωολάτρις, αυτός που λατρεύει τα ζώα ως θεούς, που θεοποιεί τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoolatre < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]* + latre (πρβλ. λάτρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου… …

    Dictionary of Greek

  • 112θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …

    Dictionary of Greek

  • 113θερμόλουτρο — το λουτρό με θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + λουτρό. Η λ. στον λόγιο τ. θερμόλουτρον μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 114θεσιθήρας — ο άτομο που επιδιώκει να διοριστεί, ιδίως στο δημόσιο, με κάθε μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσις + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 115θεσιθηρία — η οι ενέργειες και η συμπεριφορά τού θεσιθήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσιθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 116θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 117θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… …

    Dictionary of Greek

  • 118ιεροδικαστής — ο ο ιεροδίκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δικαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 119ισόεδρος — η, ο αυτός που έχει τις έδρες ίσες μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. ομοί εδρος, πολύ εδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 120καβαλλάριος — Επώνυμο δύο στρατηγών του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος (13ος αι.). Στρατηγός, ναύαρχος και δομέστικος της τράπεζας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου (1259 82). Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του δεσπότη των Νέων Πατρών, Ιωάννη Αγγέλου Δούκα. 2.… …

    Dictionary of Greek