ἀγγεῖα

  • 1αγγεία — (Ανατ.).Ελαστικοί σωλήνες στους οποίους κυκλοφορεί το αίμα. Οι σωλήνες αυτοί είναι διαφόρων μεγεθών. Τα α. απαρτίζουν το αγγειακό σύστημα, που διαιρείται σε αιμοφόρο και λεμφικό. Στο πρώτο συμπεριλαμβάνονται οι αρτηρίες, οι φλέβες και τα… …

    Dictionary of Greek

  • 2ἀγγεῖα — ἀγγεῖον vessel neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… …

    Dictionary of Greek

  • 4διάτρητα αγγεία — Τύπος ρωμαϊκών αγγείων από υλικό μεγάλης αξίας, τα οποία παρουσίαζαν δυσκολία στην επεξεργασία τους, εξαιτίας των σχισμών που πολύ συχνά γίνονταν κατά τη ζύμωσή τους από τον κατασκευαστή. Η ονομασία τους, άλλωστε, σημαίνει αγγεία γεμάτα σχισμές… …

    Dictionary of Greek

  • 5τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… …

    Dictionary of Greek

  • 6ωοκέλυφα αγγεία — Όρος με τον οποίον χαρακτηρίζονται ορισμένα αρχαία αγγεία της Κνωσού και της Φαιστού, εξαιτίας της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Τα αγγεία αυτά, που λέγονται και υμενόστρακα, μαρτυρούν μεγάλη επιτηδειότητα στην κατασκευή τους και… …

    Dictionary of Greek

  • 7αιμοφόρα αγγεία — Βλ. λ. αγγείο …

    Dictionary of Greek

  • 8μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με …

    Dictionary of Greek

  • 9στεφανιαία αγγεία — (Ανατ.). Λέγονται έτσι ορισμένες φλέβες και αρτηρίες των οποίων η διάταξη μοιάζει με στεφάνι. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται και για τον χαρακτηρισμό μιας ημικυκλικής εγκάρσιας ραφής του κρανίου, με την οποία συναρμόζεται το μετωπιαίο οστό με τα δυο… …

    Dictionary of Greek

  • 10λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …

    Dictionary of Greek