ἀγγελιᾱ-φόρος

  • 11καρποζιζανιοφόρος — καρποζιζανιοφόρος, ὁ (Μ) αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + ζιζάνιον + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 12κρεοφόρος — κρεοφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει κρέατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, θανατη φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 13κτηνοφόρος — κτηνοφόρος, ον (Μ) αυτός που διατηρεί και εκτρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, νικη φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 14αγγελιαφόρος — Αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελίες ή διαγγέλματα. Οποιοδήποτε άτομο που, είτε περιστασιακά είτε επαγγελματικά, έχει εξουσιοδοτηθεί να διαβιβάσει προφορικά ή γραπτά εντολές, παραγγελίες, μηνύματα ή σχέδια. Η χρησιμοποίηση α. ήταν σε παλαιότερες… …

    Dictionary of Greek

  • 15αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… …

    Dictionary of Greek