ἀγγαρείᾳ
1αγγαρεία — αγγαρεία, η και αγγαρειά, η 1. αναγκαστική εργασία χωρίς ή με πολύ μικρή αμοιβή: Για μια βδομάδα όλο το χωριό δούλευε αγγαρεία. 2. δυσάρεστη υποχρέωση: Το σχολειό τού έγινε αγγαρεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀγγαρεία — ἀγγαρείᾱ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem nom/voc/acc dual ἀγγαρείᾱ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3ἀγγαρείᾳ — ἀγγαρείᾱͅ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem dat sg (attic doric aeolic) …
4αγγαρεία — Η αναγκαστική και χωρίς πληρωμή εργασία ή εξυπηρέτηση προς όφελος κάποιου, παρά τη θέληση εκείνου που την κάνει. Η εκτέλεση α. προϋποθέτει την άσκηση βίας ή τουλάχιστον την απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία σε περίπτωση μη υπακοής. Κατά την… …
5ἀγγαρείας — ἀγγαρείᾱς , ἀγγαρεία impressment for the public service fem acc pl ἀγγαρείᾱς , ἀγγαρεία impressment for the public service fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀγγαρείαν — ἀγγαρείᾱν , ἀγγαρεία impressment for the public service fem acc sg (attic doric aeolic) …
7αγγαρειάζω — [αγγαρεία] επιβάλλω σε κάποιον αναγκαστική και χωρίς αμοιβή εργασία, αγγαρεύω …
8ἀγγαρείαις — ἀγγαρεία impressment for the public service fem dat pl …
9Ангария — У этого термина существуют и другие значения, см. Ангария (значения). Ангария (лат. angaria, др. греч. ἀγγαρεία)  государственная ямская повинность в Римской империи, Византии, средневековой Европе, а также барщина и другие повинности в …
10Angary — (Lat. jus angariae ; Fr. droit d angarie ; Ger. Angarie ; from the Gr. polytonic|ἀγγαρεία, (angaria) , the office of an polytonic|ἄγγαρος, courier or messenger), the name given to the right of a belligerent (most commonly, a government or other… …