ἀγαλίἀ
1αγαλιάζω — [αγάλια] (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ …
2έα — (I) ἔα (Α) επιφώνημα εκπλήξεως ή δυσαρέσκειας («ἔα, τίς οὗτος;», Ευρ.). (II) (προστ. τού αρχ. ρ. ἐάω) πρόσταγμα για ν αφήσουν οι ναύτες ελεύθερα τα ιστία στον άνεμο ή τα κουπιά στους σκαλμούς («ἔα ἡρέμα» αμόλα αγάλια [για τη βαθμιαία παρέαση]) …
3αγάλι — και αγάλια και αγαληνά και αγαλιανά επίρρ. 1. σιγά, ήρεμα (λέγεται συνήθως επαναληπτικά «αγάλι αγάλι», για επίταση τής σημασίας του) 2. βαθμιαία, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη: γαληνά (γαληνός) > αγαληνά > αγάληνα > αγάλην… …
4αγαλιανός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπιλίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου… …
5αναγάλια — επίρρ. (συνήθως σε διπλή εκφορά) ήρεμα, αργά αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγάλια] …
6μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …
7agale — AGÁLE adv. Fără grabă; domol. – Din ngr. agália. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 Agale ≠ grăbit, iute, repede, grabnic, zorit Trimis de siveco, 13.10.2008. Sursa: Antonime AGÁLE adv. alene, binişor, domol, încet, încetinel,… …
8αγάλι — και αγάλια επίρρ. τροπ., σιγά σιγά, με τον καιρό: Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)