ἀγήρω
1ἀγήρω — ἀγήραος ageless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀγήραος ageless masc/fem/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀγήραος ageless masc/fem acc sg (attic) …
2ἀγήρῳ — ἀγήραος ageless masc/fem/neut dat sg (epic) …
3ἀγήρωι — ἀγήρῳ , ἀγήραος ageless masc/fem/neut dat sg (epic) …
4нестарѣ˫аисѧ — (7*) пр. То же, что нестаростьныи: неизмѣнимыи. неконьчьнии онъ. и нестарѣющиисѧ вѣкъ. (ἀγήρω) ΚΕ XII, 205б; то же ПНЧ XIV, 195г; въспри˫аша присносѹщеѥ и нестарѣющеѥсѧ бл҃жньство. ПрЛ XIII, 105б; и преиде въ ѡну нестарѣющюсѧ бесконечную жизнь.… …
5Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… …