ἀγέ-στρατος

  • 1λυκόστρατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μόναρχος παρ Ἱπποχάρμῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + στρατός (πρβλ. αγέ στρατος, φοβέ στρατος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2φοβέστρατος — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέ στρατος, δεξί στρατος). Η μορφή τού α συνθετικού αναλογικά προς το αρχε *] …

    Dictionary of Greek

  • 3αγέστρατος — ἀγέστρατος ο, η (Α) αυτός που οδηγεί τον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ λαος, ἐλκε χίτων, ἐχέ φρων. Το ε τού α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’… …

    Dictionary of Greek