ἀγάλλομαι

  • 1αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… …

    Dictionary of Greek

  • 2αγάλλομαι — τέρπομαι, καμαρώνω: Χαιρόταν κι αναλλόταν για την επιτυχία του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3ἀγάλλομαι — ἀγάλλω glorify pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 5αγαθύνω — ἀγαθύνω (ΑΜ) [ἀγαθός] μσν. καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω αρχ. 1. τιμώ, μεγαλύνω, δοξάζω 2. κοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω 3. είμαι, φαίνομαι ή γίνομαι αγαθός, ευεργετικός σε κάποιον 4. γίνομαι καλός 5. καθιστώ, κάνω κάτι καλό 6. κάνω το καλό,… …

    Dictionary of Greek

  • 6αγαλλιώ — (Α ἀγαλλιῶ) ( άω) χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε ιάω] …

    Dictionary of Greek

  • 7αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …

    Dictionary of Greek

  • 8εκχορεύω — ἐκχορεύω (Α) 1. βγαίνω από τον χορό 2. μτφ. εκρήγνυμαι, ξεσπάω 3. μτφ. αγάλλομαι, σκιρτώ από χαρά 4. μέσ. αποβάλλω, διώχνω κάποιον από τον χορό …

    Dictionary of Greek

  • 9επαγάλλομαι — ἐπαγάλλομαι (AM) [αγάλλομαι] χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ. β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία) …

    Dictionary of Greek

  • 10επιγηθώ — ἐπιγηθῶ, έω (Α) 1. ευχαριστιέμαι, χαίρομαι 2. υπερηφανεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γηθέω, ώ «χαίρομαι, αγάλλομαι»] …

    Dictionary of Greek