ἀβῡδο-κόμης

  • 1οψίκιον — I Βυζαντινός όρος που σημαίνει κάθε συνοδεία επίσημου προσώπου, για να του αποδοθούν τιμές ή για λόγους ασφάλειας. Ο. ονομαζόταν και το στρατιωτικό τμήμα που προβάδιζε στη βασιλική πομπή. Στα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ένα τμήμα… …

    Dictionary of Greek