ἀβάστακτος
1ἀβάστακτος — not to be borne masc/fem nom sg …
2αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος …
3ἀβαστάκτως — ἀβάστακτος not to be borne adverbial ἀβάστακτος not to be borne masc/fem acc pl (doric) …
4ἀβάστακτον — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem acc sg ἀβάστακτος not to be borne neut nom/voc/acc sg …
5ἀβαστάκτου — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem/neut gen sg …
6ἀβάστακτα — ἀβάστακτος not to be borne neut nom/voc/acc pl …
7ἀβάστακτοι — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem nom/voc pl …
8αβάσταγος — η, ο (Μ ἀβάσταγος, ον) βλ. αβάστακτος …
9ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… …