ἀβυδηνόν
1Ἀβυδηνόν — Ἀβυδηνός Abydos masc acc sg Ἀβυδηνός Abydos neut nom/voc/acc sg …
2αβυδηνόν επιρρόφημα — Αρχαία παροιμιακή φράση.Μετά το δείπνο, οι κάτοικοι της Αβύδου συνήθιζαν να παρουσιάζουν στους καλεσμένους τα παιδιά τους, που φώναζαν, έτρωγαν τα αποφάγια και ενοχλούσαν τους ξένους. Για τον λόγο αυτό, α.ε. ονομάστηκε κάθε δυσάρεστη πράξη σε… …