ἀβουλιᾶν

  • 1ἀβουλιᾶν — ἀβουλία ill advisedness fem gen pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἀβουλίαν — ἀβουλίᾱν , ἀβουλία ill advisedness fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3безсъвѣтованиѥ — БЕЗСЪВѢТОВАНИ|Ѥ (2*), ˫А с. То же, что безсъвѣтьѥ: вы же... ослѣплѩющесѩ бѣсвѣтованиѥмъ. и своѥхотѣниемъ. (τῇ ἀβουλίᾳ) ФСт XIV, 30в; Горе... ѡ(т) англ(с)каго сонма ѡ(т)падающихъ... и не могуще ни ѡчью възвести за безумье и за бесвѣтованье. (διὰ …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 4πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 5πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …

    Dictionary of Greek