ἀβασάνιστος
1ἀβασάνιστος — not tortured masc/fem nom sg …
2αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ …
3αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀβασανίστως — ἀβασάνιστος not tortured adverbial ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl (doric) …
5ἀβασάνιστον — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc sg ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc sg …
6ἀβασανίστοις — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat pl …
7ἀβασανίστου — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen sg …
8ἀβασανίστους — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl …
9ἀβασανίστων — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen pl …
10ἀβασανίστῳ — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat sg …
- 1
- 2