ἀέϑλοισι

  • 1ἀέθλοισι — ἆθλον prize of contest neut dat pl (epic ionic aeolic) ἆθλος contest masc dat pl (epic ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2EUPYRIDAE — vicus de tribu Leontide. Vide Steph. Meminit huius demi vetus in vet saxo Egigramma, ubi de Hadrianeis, Ludorum genere in Hadriani Imp. honorem instituto: ΚΟΞΜΗΤΕΥΟΝΤΟΞ. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ. ΑΧΑΡΝΕΩΣ. Σρῆσεν Α᾿χείριςτος ςτήλην μεγακύδεσιν ἀςτοῖς Πατρὸς… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3κτερεΐζω — και κτερίζω (Α) [κτέρεα] 1. ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές (α. «σὸν ἑταῑρον ἀέθλοισι κτερέϊζε», Ομ. Ιλ. β. «τούσδ εἷς τάφος ἐκτέρισε», Σιμων.) 2. φρ. «κτέρεα κτερεΐζω» ή «κτέρεα κτερίζω» απονέμω τις ύστατες τιμές σε νεκρό …

    Dictionary of Greek

  • 4πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …

    Dictionary of Greek