ἀέριος
1Ἀέριος — masc nom sg …
2ἀέριος — ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc nom sg ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc/fem nom sg …
3αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …
4αέριος φάση πυρόλυση — Μέθοδος διύλισης του πετρελαίου κατά την οποία γίνεται θερμική διάστασή του (πυρόλυση) κάτω από πίεση και σε υψηλές θερμοκρασίες. (Βλ. λ. πετρέλαιο) …
5ἠέριον — ἀέριος misty masc/fem acc sg (ionic) ἀέριος misty neut nom/voc/acc sg (ionic) ἠέριος misty masc acc sg ἠέριος misty neut nom/voc/acc sg …
6Ἀερίοις — Ἀέριος masc dat pl …
7Ἀερίου — Ἀέριος masc gen sg …
8Ἀερίους — Ἀέριος masc acc pl …
9Ἀερίων — Ἀέριος masc gen pl …
10Ἀερίως — Ἀέριος masc acc pl (doric) …