ἀέξω (ἀfέξω

  • 1αέξω — ἀέξω (Α) ποιητικός τύπος αντί αύξω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀFέξω, τ. με θεματική επαύξηση ς < ΙΕ ρίζα aweg (= πολλαπλασιάζω, αυξάνω)] …

    Dictionary of Greek