ἀΐδας
1Ἀίδας — Ἀΐδᾱς , ᾍδης acc pl Ἀΐδᾱς , ᾍδης nom sg (epic doric aeolic) Ἀΐδᾱς , ᾍδης masc acc pl (epic doric) Ἀΐδᾱς , ᾍδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀΐδᾱς , Αἵδης masc acc pl Ἀΐδᾱς , Αἵδης masc nom sg (epic doric aeolic) …
2Ἅιδας — Ἅιδᾱς , ᾍδης masc acc pl Ἅιδᾱς , ᾍδης masc nom sg (epic doric aeolic) …
3Hades — For other uses, see Hades (disambiguation). Hades …
4Hades — Para otros usos de este término, véase Hades (desambiguación). Busto de Hades. Copia romana en mármol de un original griego del siglo V a. C.; el manto oscuro es un añadido moderno (Museo Nacional Romano). En la mitología griega Hades… …
5κυαναυγής — κυαναυγής, ές, θηλ. και κυαναγέτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ. β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές το βαθύ χρώμα τού… …
6πρόπαρ — Α Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.) 1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῡ», Ευρ.) 2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.) II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.) πιο πριν,… …