ый ατιμώρητος
1ατιμώρητος — η, ο (AM ἀτιμώρητος, ον) 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα 2. ο χωρίς εκδίκηση νεοελλ. αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος μσν. ανώδυνος αρχ. αβοήθητος, ανυπεράσπιστος …
2ατιμώρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τιμωρήθηκε ή που ξεφεύγει την τιμωρία: Κατάφερε να μείνει ατιμώρητος, μόλο που ήταν ανακατεμένος κι εκείνος στην υπόθεση αυτή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἀτιμώρητος — ἀτῑμώρητος , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem nom sg …
4καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… …
5ἀτιμωρήτως — ἀτῑμωρήτως , ἀτιμώρητος unavenged adverbial ἀτῑμωρήτως , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem acc pl (doric) …
6ἀτιμώρητον — ἀτῑμώρητον , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem acc sg ἀτῑμώρητον , ἀτιμώρητος unavenged neut nom/voc/acc sg …
7αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… …
8αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… …
9ανεκδίκητος — η, ο (Α ἀνεκδίκητος, ον) 1. εκείνος που έμεινε ατιμώρητος, που δεν τον εκδικήθηκε κανείς 2. εκείνος που δεν εκδικήθηκε, δεν πήρε εκδίκηση …
10ανεπιτίμητος — ἀνεπιτίμητος, ον (Α) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να επιτιμήσει, να επιπλήξει 2. που δεν τιμωρήθηκε, ατιμώρητος …