ша η κομμώτρια
1κομμωτρία — κομμωτρίᾱ , κομμώτρια dresser fem nom/voc/acc dual …
2κομμώτρια — dresser fem nom/voc sg κομμώτριον tiring instrument neut nom/voc/acc pl …
3κομμώτρια — η (AM κομμώτρια) βλ. κομμωτής …
4κομμωτρίας — κομμωτρίᾱς , κομμώτρια dresser fem acc pl κομμωτρίᾱς , κομμώτρια dresser fem gen sg (attic doric aeolic) …
5κομμωτριῶν — κομμώτρια dresser fem gen pl …
6κομμώτριαι — κομμώτρια dresser fem nom/voc pl …
7κομμώτριαν — κομμώτρια dresser fem acc sg …
8κομμωτής — ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) [κομμώ (II)] αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά αρχ. καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν. β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί»,… …
9κουρίς — κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, ίδος, ἡ (Α) [κουρά] 1. ξυράφι 2. κομμώτρια 3. ως κύρ. όν. Κουρίς τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος 4. δωρ. τ. τού καρίς 5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών… …
10κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …
- 1
- 2