ть προσορμίζω
1προσορμίζω — προσορμίζω, προσόρμισα βλ. πίν. 33 …
2προσορμίζω — προσορμίζομαι pres subj act 1st sg προσορμίζομαι pres ind act 1st sg προσορμίζω bring pres subj act 1st sg προσορμίζω bring pres ind act 1st sg …
3προσορμίζω — ΝΑ [ὁρμίζω] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο, λιμάνι, όπου και τό αγκυροβολώ 2. (μέσ. και παθ.) προσορμίζομαι εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβοληση, προσεγγίζω το λιμάνι και αγκυροβολώ …
4προσορμίζω — προσόρμισα, προσορμίστηκα 1. μτβ., βάζω πλοίο μέσα σε όρμο, αράζω. 2. αμτβ., προσορμίζομαι, μπαίνω σε όρμο, σε λιμάνι, αγκυροβολώ, αλλ. αράζω: Το πλοίο θα προσορμιστεί σε λίγο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προσορμίσω — προσορμίζομαι aor subj act 1st sg προσορμίζομαι fut ind act 1st sg προσορμίζομαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προσορμίζω bring aor subj act 1st sg προσορμίζω bring fut ind act 1st sg προσορμίζω bring aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
6προσορμίσῃ — προσορμίσηι , προσόρμισις coming to anchor fem dat sg (epic) προσορμίζομαι aor subj mid 2nd sg προσορμίζομαι aor subj act 3rd sg προσορμίζομαι fut ind mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj act 3rd sg προσορμίζω …
7προσόρμιση — η / προσόρμισις, ίσεως, ΝΜΑ [προσορμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου μσν. προσέγγιση …
8συνορμίζω — Α προσορμίζω συγχρόνως («συνορμίσαντες τὰς ναῡς ἐμάχοντο ἐπιπλέουσι τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁρμίζω «προσορμίζω, ελλιμενίζω»] …
9προσορμιζομένας — προσορμιζομένᾱς , προσορμίζομαι pres part mp fem acc pl προσορμιζομένᾱς , προσορμίζομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) προσορμιζομένᾱς , προσορμίζω bring pres part mp fem acc pl προσορμιζομένᾱς , προσορμίζω bring pres part mp fem gen… …
10προσορμιζομένων — προσορμίζομαι pres part mp fem gen pl προσορμίζομαι pres part mp masc/neut gen pl προσορμίζω bring pres part mp fem gen pl προσορμίζω bring pres part mp masc/neut gen pl …