ть καταθέτω

  • 51προσμαρτυρώ — προσμαρτυρῶ, έω, ΝΜΑ 1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία 2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία 3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημα μσν. εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση τής θείας ιδιότητας τού Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την… …

    Dictionary of Greek

  • 52προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …

    Dictionary of Greek

  • 53προσφεύγω — ΝΜΑ [φεύγω] καταφεύγω σε κάποιον ή κάπου ζητώντας προστασία και βοήθεια (α. «κυνηγημένοι από τον εχθρό προσέφυγαν στο κάστρο» β. «ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενος ὁ Πομπήιος ἠναγκάζετο δημαρχοῡσι προσφεύγειν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (νομ.) καταθέτω… …

    Dictionary of Greek

  • 54πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 55συγκαταθέτω — Ν καταθέτω μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 56συγκατατίθημι — ΝΜΑ [κατατίθημι] μέσ. συγκατατίθεμαι συναινώ, συμφωνώ, αποδέχομαι αρχ. καταθέτω μαζί με άλλον, συγκαταθέτω («ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ», Ελλ. Επιγράμμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 57τρηματίζω — Α [τρῆμα, ατος] καταθέτω χρηματικό ποσό για καθένα από τα τρήματα τών ζαριών με το οποίο παίζω («ὅ τε τρόπος δεδήλωται τῆς κυβείας καὶ προσείρηται ὅτι εἴη τὸ τρῆμα μνααῑον, ὡς μνᾱν αὐτῶν ἐπιδιατεθειμένων ἑκάστῳ κύβῳ. Παρὰ δὲ τοῑς Δωριεῡσιν οἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 58υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …

    Dictionary of Greek

  • 59υποθέτω — Ν 1. θέτω νοερά κάτι ως δεδομένο ιδίως για εξαγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας (α. «ο γιατρός υποθέτει ότι ο πυρετός οφείλεται σε στομαχική διαταραχή» β. «δεν μάς έγραψες τόσον καιρό και υποθέσαμε ότι είσαι θυμωμένος») 2. (γενικά) νομίζω …

    Dictionary of Greek

  • 60υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …

    Dictionary of Greek