ть καταθέτω
41παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… …
42παρακαταβάλλω — Α 1. ρίχνω κάτω, καταθέτω κάτι πλησίον, ξεφορτώνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι 2. (ως δικανικός όρος) εγείρω ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με κληρονομιά ή με περιουσία, η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα ποσό χρημάτων… …
43παρακαταθέτω — εμπιστεύομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό ή κινητά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τρίτο πρόσωπο ή οργανισμό για να τά φυλάξει, κάνω παρακαταθήκη …
44παρακατατίθημι — Α 1. εμπιστεύομαι 2. μέσ. παρακατίθεμαι α) καταθέτω, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη, κάνω παρακαταθήκη («παρακαταθέσθαι τὰ δύο τάλαντα», πάπ.) β) (για έντιμο πολίτη) παρέχω εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις στην πολιτεία («πάσας τὰς… …
45προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… …
46προκαταχωρίζω — Α [καταχωρίζω] 1. κατανέμω («τούτους ἀπογραφομένους χαράσσεσθαι..., οὓς καὶ προκαταχωρίσαι εἰς τὴν συνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ.) 2. καταχωρίζω, καταγράφω («προκαταχωρίζειν τὰς λέξεις», Απολλ. Κιτ.) 3. καταθέτω ως μάρτυρας για κάποιον 4.… …
47προσαπογράφω — Α 1. αναγράφω το όνομα κάποιου ακόμη ως κατηγορουμένου, ενάγω κάποιον ακόμη 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (ιδίως σχετικά με κατάλογο) καταγράφω επί πλέον («προσυπογράφονται πῶλοι γ», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπογράφω «καταγράφω, καταθέτω… …
48προσαποφωνώ — έω, Α δηλώνω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποφωνῶ «αναφωνώ, καταθέτω»] …
49προσκαταβάλλω — Α [καταβάλλω] καταβάλλω, καταθέτω επί πλέον …
50προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… …