ть καταθέτω

  • 31καταμαρτύρομαι — (Α) καταμαρτυρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαρτύρομαι «καταθέτω ως μάρτυρας»] …

    Dictionary of Greek

  • 32κατατάσσω — (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω) 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ 2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ 3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση νεοελλ. (για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω… …

    Dictionary of Greek

  • 33κερελάρω — (Μ) 1. (μτβ.) καταγγέλλω, μηνύω κάποιον 2. (αμτβ.) κινώ δικαστικό αγώνα, καταθέτω καταγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. querelare] …

    Dictionary of Greek

  • 34κλητεύω — (Α κλητεύω) [κλητός] καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, τού κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.) αρχ. 1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 35μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… …

    Dictionary of Greek

  • 36μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… …

    Dictionary of Greek

  • 37μεσιδιώ — μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, όω (Α) [μεσίδιος] καταθέτω μεσεγγύημα …

    Dictionary of Greek

  • 38ντεπό — το άκλ. 1. αποθηκευμένη ποσότητα, απόθεμα 2. αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. depot < λατ. depositum < λατ. depono «αποθέτω, καταθέτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 39ντεπόζιτο — και τεπόζιτο, το (Μ ντεπόζιτο) νεοελλ. 1. δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση νερού ή άλλου υγρού 2. υλικά τοποθετημένα σε ειδικό χώρο για να χρησιμοποιηθούν όταν χρειαστεί, απόθεμα 3. χρηματικό ποσό που φυλάσσεται στα χέρια τρίτου,… …

    Dictionary of Greek

  • 40παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …

    Dictionary of Greek