ть καταθέτω

  • 11παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …

    Dictionary of Greek

  • 12ποντάρω — και ποντάρω, Ν 1. (σε τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί 2. υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι («σ αυτόν μην ποντάρεις, γιατί θα σέ ρίξει έξω») 3. τεχνολ. κάνω σημάδι με την πόντα εκεί όπου πρέπει να διατρηθεί ένα μεταλλικό… …

    Dictionary of Greek

  • 13συμμαρτυρώ — συμμαρτυρῶ, έω, ΝΑ [συμμάρτυς, υρος] καταθέτω ως μάρτυρας μαζί με άλλον ή καταθέτω την ίδια μαρτυρία με άλλον («ὡς... σύ μοι ξυμμαρτυρῇς οἷα πέφυκα», Ευρ.) νεοελλ. υφίσταμαι μαρτύρια μαζί με άλλον αρχ. (για πλανήτη) είμαι συμμάρτυρος*, έχω… …

    Dictionary of Greek

  • 14τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 15ακατάθετος — η, ο [καταθέτω] αυτός που δεν έχει κατατεθεί σε τράπεζα, συμβολαιογραφείο κ.λπ. «ακατάθετα χρήματα», «ακατάθετη διαθήκη» …

    Dictionary of Greek

  • 16ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 17ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …

    Dictionary of Greek

  • 18αντικαταβάλλω — (AM ἀντικαταβάλλω) νεοελλ. καταβάλλω, καταθέτω χρηματικό ποσό έναντι εμπορεύματος ή άλλης αξίας αρχ. μσν. ανταποδίδω αρχ. ξαναρίχνω κάτω κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 19απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 20απόμνυμι — ἀπόμνυμι κ. ύω (Α) [όμνυμι κ. ύω] 1. ορκίζομαι ότι δεν θα κάνω κάτι 2. αρνούμαι με όρκο 3. (για τέκνα) αποκηρύσσω με όρκο 4. ορκίζομαι 5. ( ομαι) καταθέτω επίσημα …

    Dictionary of Greek