о-в υδρα
1ὕδρα — ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc/acc dual ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …
3ὕδρᾳ — ὕδραι , ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) …
4Ύδρα — Sp Idrà Ap Ύδρα/Ydra L s. Egėjo j. ir mst. joje, PR Graikija …
5Ύδρα — η 1. νησί κοντά στην αργολική χερσόνησο. 2. αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ύδρα — η γένος μικρών Yδρόζωων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Λερναία Ύδρα — Μυθολογικό τέρας. Βλ. λ. Λέρνα ή Λέρνη (Μυθολογία). «Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα», άγαλμα από ελεφαντόδοντο του 17ου αι. (Museo degli Argenti, Φλωρεντία) …
8ὕδρας — ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem acc pl ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem gen sg (attic doric aeolic) …
9Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος …
10ὕδραι — ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) …