о-в κέρκυρα

  • 21Διπλοβατάτζης, Θωμάς — (Κέρκυρα 1468 – Πέσαρο, Ιταλία 1541). Λόγιος και νομοδιδάσκαλος. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια του Βυζαντίου. Ο πατέρας του, Γεώργιος, υπηρέτησε διοικητής της Λήμνου, αλλά μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους κατέφυγε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 22Έπαρχος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1492 – 1571). Λόγιος. Γόνος ευγενούς οικογένειας της Κέρκυρας, ο Έ. διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος, αντιγραφέας, συλλέκτης και μεταπράτης χειρογράφων. Από το 1519 έως τον θάνατό του ήταν μέλος του συμβουλίου των ευγενών του νησιού. Με την …

    Dictionary of Greek

  • 23Κεφαλληνός, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1856 – 1943). Λόγιος. Μετά τη βασική εκπαίδευσή του στο γυμνάσιο της Κέρκυρας, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη Φλωρεντία, όπου παρακολούθησε μαθήματα ινδικής φιλολογίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 24Κογεβίνας, Λυκούργος — (Κέρκυρα 1887 – Αθήνα 1940). Ζωγράφος και χαράκτης. Στη ζωγραφική μυήθηκε από τον Γ. Σαμαρτζή και παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Σπούδασε, ακόμη, στις Ακαδημίες Γκραντ Σομιέρ και Ζιλιάν στο Παρίσι, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 25Λάμπρος, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1843 – Αθήνα 1909). Νομισματολόγος, γιος του Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα και στην Αθήνα, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και νομισματολογικές… …

    Dictionary of Greek

  • 26Λευθεριώτης, Αρσένιος — (Κέρκυρα 1855 – 1911). Λόγιος και κληρικός. Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Αθήνας και το 1881 χειροτονήθηκε διάκονος. Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα, διορίστηκε δάσκαλος και ταυτόχρονα διάκονος στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Το 1886… …

    Dictionary of Greek

  • 27Λικίνιος, Ανδρέας — (Κέρκυρα ; – Κωνσταντινούπολη 1715). Ιατροφιλόσοφος. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Μονεμβασιάς, το πραγματικό επώνυμο της οποίας ήταν Λιχίνας. Ο Λ. σπούδασε στην Πάντοβα και αναδείχτηκε διδάκτορας της ιατρικής την οποία άσκησε με επιτυχία… …

    Dictionary of Greek

  • 28Μάντζαρος, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1795 – 1872). Συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με το επώνυμο Χαλικιόπουλος (το Μ. προστέθηκε αργότερα). Σπούδασε μουσική, αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο ωδείο San Pietro a Majella στη …

    Dictionary of Greek

  • 29Μάρμορας, Ανδρέας ή Μαρμαράς — (Κέρκυρα 1618 – 1684). Ιστορικός. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κέρκυρας, στην οποία διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα, κατατάχθηκε στον στρατό της Βενετίας και έλαβε μέρος στους πολέμους της Κρήτης και της… …

    Dictionary of Greek

  • 30Μουστοξύδης, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1785 – 1860). Ιστορικός και φιλόλογος. Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα, όπου έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα το 1805. Έζησε μερικά χρόνια στην Ιταλία και στη Γαλλία και ασχολήθηκε συστηματικά με τη σύνταξη ιστορικών εργασιών γραμμένων συνήθως …

    Dictionary of Greek