о-в κέρκυρα

  • 111Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …

    Dictionary of Greek

  • 112Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 113Μιάνι, Τζοβάνι — (Giovanni Miani, 1332 – 1399). Ενετός ναύαρχος και διοικητής της Κέρκυρας. Από το 1383 διετέλεσε ναύαρχος του ενετικού στόλου που βρισκόταν στο Ιόνιο πέλαγος. Την ίδια εποχή η Κέρκυρα, που είχε κάποια αυτοδιοίκηση, ζήτησε να ενταχτεί στη Βενετία… …

    Dictionary of Greek

  • 114Μπαλάνος — Επώνυμο ηπειρωτικής οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση της χώρας. 1. Αριστείδης (Ιωάννινα 1819 – Αθήνα 1875). Δικηγόρος και πληρεξούσιος Αττικής του 1864, γιος του Κοσμά Μπαλάνου (βλ. λ …

    Dictionary of Greek

  • 115Μπότσαρης — Σουλιώτικη οικογένεια αρματολών και αγωνιστών, οι οποίοι διακρίθηκαν στους τοπικούς πολέμους κατά του Αλή πασά και κατά την Επανάσταση. Αποτελούσαν ξεχωριστή φάρα εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χωριό, κοντά στη σημερινή Λάκκα Μπότσαρη και ήταν, μαζί… …

    Dictionary of Greek

  • 116Πάργα — Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και… …

    Dictionary of Greek

  • 117Πετσάλης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας της Ηπείρου, η οποία πήρε μέρος στην ίδρυση της Πάργας (14ος αι.). Μέλη της οικογένειας αναφέρονται ως πρωθιερείς και ως προεστοί της Πάργας κατά τους ηρωικούς της αγώνες εναντίον του Αλή Πασά. Από την οικογένεια… …

    Dictionary of Greek

  • 118Σακελλαρόπουλος, Κωνσταντίνος — Λόγιος (1789 1856). Όταν τελείωσε το σχολείο στην Κέρκυρα στάλθηκε με έξοδα του Γκίλφορδ στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε στη μελέτη της αρχαιολογίας. Το 1826 ανακηρύχθηκε στην Κέρκυρα διδάκτορας και διορίστηκε καθηγητής της ‘αρχαιολογίας και της… …

    Dictionary of Greek

  • 119Τζαγκαρόλας — Επώνυμο ενετικής οικογένειας της Κρήτης, μέλη της οποίας εξελληνίστηκαν με την επωνυμία Ζαγκαρόλας, Τσαγκαρόλας ή Τ. Μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Φραγκίσκος Τ. εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά το 1669 και γράφτηκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 120Κερκυραικά — Κερκυραϊκά , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly neut nom/voc/acc pl Κερκυραϊκά̱ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc/acc dual Κερκυραϊκά̱ , Κέρκυρα BMus.Cat.Coins Thessaly fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)