ос ο ετερόκαρπος

  • 1ετερόκαρπος — η, ο (ΑΜ ἑτερόκαρπος, ον) (για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής …

    Dictionary of Greek

  • 2ἑτερόκαρπα — ἑτερόκαρπος bearing different fruit neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ετεροκαρπία — η [ετερόκαρπος] η ιδιότητα τών ετερόκαρπων* φυτών …

    Dictionary of Greek

  • 4καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …

    Dictionary of Greek