ия η παλαιοντολογία

  • 21παλαιοντολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την παλαιοντολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleontologiste (< παλαιο * + ον, όντος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …

    Dictionary of Greek

  • 22προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… …

    Dictionary of Greek

  • 23σπηλαιοπαλαιοντολογία — η, Ν κλάδος τής σπηλαιολογίας που μελετά τα απολιθώματα ζωικών ή φυτικών μορφών μέσα στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + παλαιοντολογία] …

    Dictionary of Greek

  • 24αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… …

    Dictionary of Greek

  • 25βραχιονόποδα — Θαλάσσιοι οργανισμοί με δίθυρο όστρακο, που ζουν μόνιμα στον βυθό. Κάποτε τους θεωρούσαν ομοταξία των μαλακιοειδών, σήμερα όμως ταξινομούνται ως ιδιαίτερο φύλο. Στο παρελθόν γινόταν σύγχυση ανάμεσα στα β. και τα ακέφαλα μαλάκια (ελασματοβράγχια)… …

    Dictionary of Greek

  • 26Γκάουλντ, Στίβεν Τζέι — (Stephen Jay Gould, Νέα Υόρκη 1941 – 2002). Αμερικανός βιολόγος και παλαιοντολόγος. Σπούδασε γεωλογία στο πανεπιστήμιο Άντιοχ και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, όπου ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή του στην… …

    Dictionary of Greek

  • 27γραπτόλιθοι — Αποικίες απολιθωμένων οργανισμών που έζησαν αποκλειστικά στις θάλασσες του παλαιοζωικού αιώνα και ανήκουν στο φύλο των στοματοχορδωτών, συγγενείς με τα σημερινά πετροβράγχια. Η αποικία (ραβδόσωμα) ενός γ. αρχίζει από έναν μικρό, κωνικό θάλαμο –το …

    Dictionary of Greek

  • 28θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …

    Dictionary of Greek

  • 29Κιβιέ, Ζορζ Λεοπόλντ — (Georges Leopold Cuvier, Μονπελιέ 1769 – Παρίσι 1832). Γάλλος φυσιοδίφης και ανατόμος, ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατομίας. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Στουτγάρδης, όπου μελέτησε διοίκηση, δίκαιο, οικονομικά, φυσική… …

    Dictionary of Greek

  • 30Λαρτέ, Εντουάρ — (Éduard Lartet, 1801 – 1871). Γάλλος γεωλόγος. Διετέλεσε πρόεδρος της Γεωλογικής Εταιρείας της Γαλλίας από το 1867 μέχρι τον θάνατό του. Ασχολήθηκε με την εξερεύνηση των σπηλαίων και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παλαιοντολογία. Οι παλαιοντολογικές …

    Dictionary of Greek