ия η αρχαιολογία
1ἀρχαιολογία — ἀρχαιολογίᾱ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc/acc dual ἀρχαιολογίᾱ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀρχαιολογίᾳ — ἀρχαιολογίαι , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc pl ἀρχαιολογίᾱͅ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …
4αρχαιολογία — η η φιλολογική επιστήμη που ασχολείται κυρίως με τα μνημεία της αρχαίας τέχνης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀρχαιολογίας — ἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem acc pl ἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀρχαιολογίαι — ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc pl ἀρχαιολογίᾱͅ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀρχαιολογίαν — ἀρχαιολογίᾱν , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀρχαιολογίαις — ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat pl …
9Археология — I. Определение А. и значение для истории. Слово άρχαιολογία употреблено впервые Платоном: περί των γενών, ώ Σώκρατες, των τε ήρώων καί των αθρώπων, καί των κατοικησέων, ώς τό αρχαϊον εκτίσθησαν αί πόλεις, καί συλλήβδην πάσης τής άρχαιολογίας… …
10Археология — Археологические раскопки на территории кремля в Угличе …