ϑώϋμα
1θωύμα — θωῡμα, τὸ (Α) θαύμα …
2θώυμα — θώϋμα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc sg (ionic) …
3θωυμάσαι — θωϋμά̱σᾱͅ , θαυμάζω wonder fut part act fem dat sg (doric ionic) θωϋμάσαι , θαυμάζω wonder aor inf act (ionic) θωϋμάσαῑ , θαυμάζω wonder aor opt act 3rd sg (ionic) …
4θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …