ϑύρας

  • 91περιφλίωμα — τὸ, Α [περιφλίω] το πλαίσιο τής θύρας …

    Dictionary of Greek

  • 92περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …

    Dictionary of Greek

  • 93περόνιον — τὸ, Α [περόνη] 1. μικρή βελόνα ή καρφί 2. ο σύρτης θύρας μαζί με τον δακτύλιο …

    Dictionary of Greek

  • 94πεσσός — Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα …

    Dictionary of Greek

  • 95πρέκι — το, Ν 1. οριζόντιο δοκάρι οικοδομής το οποίο τοποθετείται πάνω από άνοιγμα σε έναν τοίχο και συνήθως στο επάνω μέρος θύρας ή παραθύρου για την υποστήριξη τής υπερκείμενης τοιχοποιίας 2. φρ. «μού άλλαξε τα πρέκια» μέ ταλαιπώρησε πολύ, μού άλλαξε… …

    Dictionary of Greek

  • 96προσαράζω — προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α [αράζω / ἀράσσω] (για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.) μσν. αρχ. ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 97προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …

    Dictionary of Greek

  • 98πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… …

    Dictionary of Greek

  • 99πτύχιον — τὸ, Α [πτυχή] 1. πτυκτό βιβλίο, δέλτος 2. κρεμαστό εξάρτημα ενωτίου, σκουλαρικιού 3. φύλλα πτυσσόμενης θύρας …

    Dictionary of Greek

  • 100πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …

    Dictionary of Greek