ϑύρας
81παράπαγος — ὁ, ποιητ. τ. πάρπαγος, Α μάνταλος θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πάγος (< πήγνυμι «στερεώνω»)] …
82παράστημα — το, ΝΑ, δωρ., βοιωτ. και αρκαδ. τ. παράσταμα και μτγν. τ. παράστεμα Α [παρίσταμαι] νεοελλ. η εξωτερική εμφάνιση τού ανθρώπου, το παρουσιαστικό, η κορμοστασιά, η στάση τού σώματός του, ιδίως κατά το βάδισμα αρχ. 1. άγαλμα τοποθετημένο δίπλα σε… …
83παραβιβρώσκω — Α 1. τρώγω και αποσπώ μέρος από κάτι δαγκώνοντας το («ἀλλ ὁ κύων ὁδὶ ὥσπερ θύρας σοῡ τῶν λογίων παρεσθίει», Αριστοφ.) 2. (κατ επέκτ.) ψέγω, κατηγορώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βιβρώσκω «τρώγω»] …
84παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …
85παρασχιστής — και παρασχίστης, ὁ, Α [παρασχίζω] 1. αυτός που σχίζει από τα πλάγια ή κατά μήκος τα σώματα για να τά ταριχεύσει 2. ο ακρωτηριαστής 3. διαρρήκτης, κλέφτης που κάνει διάρρηξη θύρας …
86παρμενίσκος — Έλληνας γραμματικός που έζησε τον 1o αι.π.Χ. Είχε γράψει σχόλια για τον Όμηρο τον Άρατο και τους τραγικούς. Ήταν επίσης μυθογράφος. Το μόνο γνωστό σύγγραμμά του είναι το Προς Κράτητα. * * * ὁ, Α κόσμημα τής θύρας …
87πεντεβάλανος — ον, Α αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή τού ξύλινου μοχλού, τής αμπάρας τής θύρας, και τόν στερεώνουν στην παραστάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βάλανος (πρβλ. μονο… …
88περίθυρον — τὸ, Α το σανιδένιο πλαίσιο τής θύρας, το κούφωμα, η κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θύρα] …
89περβάζι — και πρεβάζι, το 1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο 2. το κάτω τμήμα τού πλαισίου ενός παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pervaz] …
90περιαίρεσις — έσεως, ἡ, ΝΑ [περιαιρώ] μσν. άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας») (αρχ) 1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῡ», Θεόφρ.) 2. μετακίνηση, απομάκρυνση 3. εκτομή 4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο …