ϑύρας

  • 71μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …

    Dictionary of Greek

  • 72μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …

    Dictionary of Greek

  • 73μεντεσές — ο στροφέας, στρόφιγγας θύρας ή παραθύρου, δηλαδή το μικρό βαλανοειδές σίδερο ή ξύλο που ενώνει τη θύρα ή το παράθυρο με τους παραστάτες και συντελεί στο άνοιγμα και κλείσιμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mentese] …

    Dictionary of Greek

  • 74μονοβάλανος — μονοβάλανος, ον (Α) (για κλειδί) αυτός που έχει μία μόνο βάλανο. [ΕΤΥΜΟΛ < μον(ο) * + βάλανος «σίδερο που τοποθετείται στον μοχλό της θύρας»] …

    Dictionary of Greek

  • 75μοχλόλιθος — μοχλόλιθος, ὁ (Α) λίθος ο οποίος χρησιμοποιείται ως μοχλός θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + λίθος] …

    Dictionary of Greek

  • 76νεροδιώχτης — ο οριζόντια λωρίδα που τοποθετείται στο κάτω μέρος θύρας ή παραθύρου για να παρεμποδίζει την εισροή τών νερών τής βροχής, η υδροσόβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + διώχνω] …

    Dictionary of Greek

  • 77οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …

    Dictionary of Greek

  • 78οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …

    Dictionary of Greek

  • 79ολούροισιν — ὀλούροισιν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄνω τῆς θύρας στρόφιγγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το ρ. ἐλύω «τυλίγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 80ομώνυμος — η, ο (ΑΜ ὁμώνυμος, ον) αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν… …

    Dictionary of Greek