ϑύρας

  • 61κλαξώ — κλᾳξῶ (Α) δωρ. τ. μέλλ. τού κλείω («αὐτὰρ ἐγὼ κλᾳξῶ θύρας», Θεόκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 62κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …

    Dictionary of Greek

  • 63κλειδαριά — η μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από… …

    Dictionary of Greek

  • 64κλειδοφύλακας — ο, η, (Α κλειδοφύλαξ, ακος) αυτός που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος («ἀνοιγείσης τῆς θύρας ὑπὸ τοῡ κλειδοφύλακος ἐμπεπιστευμένου γυναίου», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 65κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… …

    Dictionary of Greek

  • 66κτίσιμο — και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν]) ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο τού σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο») 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο τού παραθύρου θα κόψει το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ …

    Dictionary of Greek

  • 67κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …

    Dictionary of Greek

  • 68κόρηθρο — το (Α κόρηθρον) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. 1. δέσμη από φτερά προσαρμοσμένα σε στέλεχος, φτερό ξεσκονίσματος 2. ξεσκονιστήρι 3. εργαλείο που αποτελείται από ράβδο η οποία έχει στο ένα άκρο της κυλινδρική βούρτσα από σκληρές τρίχες και το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 69λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 70μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …

    Dictionary of Greek