ϑύρας

  • 51θυροτηλέφωνο — το τηλεπικοινωνιακή διάταξη που συνδέει την είσοδο κατοικίας ή πολυκατοικίας με τους εσωτερικούς χώρους της και χρησιμεύει για τη συνεννόηση μεταξύ επισκεπτών και ενοίκων, καθώς και για το άνοιγμα της θύρας με τηλεχειρισμό …

    Dictionary of Greek

  • 52θυρωρός — ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός) ο φύλακας τής θύρας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α) ωρός < θύρα + ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε ωρός, πυλ… …

    Dictionary of Greek

  • 53θυρόφυλλο — το καθένα από τα κινητά μέρη τής θύρας, το πορτόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. les battants. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου] …

    Dictionary of Greek

  • 54θύρετρον — θύρετρον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά θύρετρα 1. η θύρα 2. το πλαίσιο τής θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. τρον (η οποία συνήθως σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ επίδρασιν τού ημέλεθρον] …

    Dictionary of Greek

  • 55θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 56θύρωσις — θύρωσις, ώσεως, ἡ (Α) [θυρώ] επιγρ. η τοποθέτηση θύρας …

    Dictionary of Greek

  • 57κατακλήθρον — κατακλῄθρον, τὸ (Α) εργαλείο για ασφάλιση τού μοχλού τής θύρας, κατακλείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλῇθρον (< κλείω «κλείνω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 58κατακολλώ — κατακολλῶ, άω (Α) 1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν») 3. συνάπτω …

    Dictionary of Greek

  • 59καταφλιά — καταφλιά, ἡ (Α) φρ. «καταφλιὰ τῆς θύρας» η αίθουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλιά «ανώφλι»] …

    Dictionary of Greek

  • 60κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… …

    Dictionary of Greek