ϑύρας

  • 111σύρτης — ο, ΝΑ, και σούρτης Ν [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο μάνταλο θύρας ή παραθύρου το οποίο κινείται παλινδρομικά για την ασφάλιση ή απασφάλισή τους 2. κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι 3. αυλάκι που ανοίγεται σε ορεινές πλαγιές για… …

    Dictionary of Greek

  • 112τέντωμα — το, Ν [τεντώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα τού σχοινιού») 2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα τού πανιού») 3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα τής θύρας») …

    Dictionary of Greek

  • 113ταμπλάς — (I) και ταβλάς, ο, Ν 1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («τού έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια») 2. ο δίσκος, το τάσι τής ζυγαριάς 3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα… …

    Dictionary of Greek

  • 114φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… …

    Dictionary of Greek

  • 115χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… …

    Dictionary of Greek

  • 116χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …

    Dictionary of Greek

  • 117χτυπητήρι — και κτυπητήρι, το, Ν 1. εργαλείο για την ανατάραξη αβγών και άλλων υλικών στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική 2. εργαλείο για το ξεσκόνισμα χαλιών, κλινοσκεπασμάτων, υφασμάτων 3. ρόπτρο θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ / κτυπώ + κατάλ. τήρι (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 118ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …

    Dictionary of Greek

  • 119ψευδόθυρο — το / ψευδόθυρον, ΝΑ νεοελλ. αρχιτεκτονικό διακοσμητικό στοιχείο σε σχήμα θύρας πάνω στον τοίχο αρχ. κρυφή, μυστική θύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + θυρον (< θύρα «πόρτα»)] …

    Dictionary of Greek

  • 120δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …

    Dictionary of Greek