ϑωή
1θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ …
2θωή — penalty fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3θῳή — θωή penalty fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4θωαῖς — θωή penalty fem dat pl …
5θωιῆς — θωή penalty fem gen sg (epic ionic) …
6θωιή — θωή penalty fem nom/voc sg (epic ionic) …
7θωήν — θωή penalty fem acc sg (attic epic ionic) …
8θῳαί — θωή penalty fem nom/voc pl …
9θῳῆς — θωή penalty fem gen sg (attic epic ionic) …
10θῳήν — θωή penalty fem acc sg (attic epic ionic) …
Страницы
- 1
- 2