ϑωή
11θῳῶν — θωή penalty fem gen pl …
12θωάζω — και ηλειακ. τ. θωάδδω (Α) [θωή] επιγρ. πληρώνω πρόστιμο, καταβάλλω την θωή* …
13αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… …
14θωάω — θωάω, δελφ. τ. θωέω και κρητ. τ. θωαίω (Α) [θωή] επιγρ. επιβάλλω ποινή, επιβάλλω πρόστιμο …
15θωίασις — θωίασις, ἡ (Α) επιβολή ποινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωάζω. Για το ι βλ. λ. θωή] …
16θωιή — θωϊή, ἡ (Α) ιων. τ. τού θωή* …
17θώια — θώια, τὰ (Α) επιγρ. χρηματικό πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωιή, ιων. παράλλ. τ. τού θωή* με μεταβολή γένους] …
18θωάς — θωά̱ς , θωή penalty fem acc pl …
19θωῆς — θωάω pay the penalty pres ind act 2nd sg (doric) θωάω pay the penalty pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) θωάζω pay the penalty fut ind act 2nd sg (doric) θωέω pay the penalty pres ind act 2nd sg (doric) θωή penalty fem gen sg (attic epic… …
20dhē-2 — dhē 2 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen” Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …
- 1
- 2