ϑυοσκόος
1θυοσκόος — θυοσκόος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι 2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» οι θεόπνευστες Μαινάδες β) «θυοσκόα ἱρά» θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.… …
2θυοσκόος — sacrificing priest masc nom sg …
3θυοσκόοι — θυοσκόος sacrificing priest masc nom/voc pl …
4θυοσκόον — θυοσκόος sacrificing priest masc acc sg …
5θυοσκόου — θυοσκόος sacrificing priest masc gen sg …
6θυοσκόους — θυοσκόος sacrificing priest masc acc pl …
7θυοσκόων — θυοσκόος sacrificing priest masc gen pl …
8θυηκόος — θυηκόος, ὁ (Α) θυοσκόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυοσκόος] …
9чую — чуть, чуять, сюда же чуть, нареч., учувать учуять, заметить , чувство, чу! (см.), укр. чую, чути чувствовать , чувати, итер., слыхать, чуять , блр. чуць, чую, чуваць слышать , др. русск. чую, чути чувствовать, слышать, понимать , чувати слышать …
10θυηχούς — θυηχοῡς, όος, ὁ (Α) επιγρ. θυηκόος*, θυοσκόος* …
- 1
- 2