ϑρῆνος δ
1θρῆνος — dirge masc nom sg …
2θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… …
3θρήνος — ο 1. κλάμα, μοιρολόι: Γοερός θρήνος. – Σπαρακτικός θρήνος. 2. συνεκδοχικά, καταστροφή: Έγινε θρήνος και οδυρμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Θρήνος περί Ταμυρλάγγου — Ιστορικό ποίημα, η υπόθεση του οποίου αναφέρεται στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ. Το ποίημα αρχίζει με τα σχέδια που κάνει ο Βαγιαζίτ για την κατάληψη της Πόλης, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς προηγήθηκε η …
5Ταμυρλάγγου θρήνος — Ιστορικό μεσαιωνικό ποίημα, το οποίο αποτελείται από 96 δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα ανάμεικτη με δημοτική και αρχαϊκά στοιχεία. Ο ποιητής μάς είναι άγνωστος, γράφτηκε δε μέσα στην πρώτη 10ετία του 15ου αι. και μετά τη …
6θρῆνοι — θρῆνος dirge masc nom/voc pl …
7θρῆνον — θρῆνος dirge masc acc sg …
8Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …
9σύνθρηνος — ον, ΜA αυτός που συμμετέχει σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρήνος (< θρῆνος), πρβλ. ἔν θρηνος] …
10Смотрицкий, Мелетий — Мелетий Смотрицкий (в миру Максим Герасимович Смотрицкий, встречается и смешанная форма имени Максентий; латинский псевдоним Теофил Ортолог; предположительно 1577 1579 или 1572 местечко Смотрич, ныне поселок городского типа Дунаевецкого р на… …