ϑρύψω

  • 1θρύψω — θρύπτω break in pieces aor subj act 1st sg θρύπτω break in pieces fut ind act 1st sg θρύπτω break in pieces aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θρούβαλο — και θρούψαλο, το το θρύψαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύψω < θρύπτω + κατάλ. αλο* (πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο)] …

    Dictionary of Greek

  • 3θρύβω — (Μ θρύβω) θρυμματίζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω, αναλογικά προς άλλους ενεστ. σε βω, επειδή συνέπιπταν οι αόριστοι ( ψα) και οι μέλλοντες ( ψω) κατά το σχήμα έθλιψα θλίψω θλίβω, έτριψα τρίψω τρίβω έγινε και έθρυψα θρύψω θρύβω] …

    Dictionary of Greek

  • 4θρύψαλο — και θρούψαλο και θρούβαλο, το το θρύμμα, το σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. θρύψω, έθρυψα) + κατάλ. αλο* (πρβλ. καύκ αλο, χούφτ αλο)] …

    Dictionary of Greek